marios_tokas-grey.jpgΤου Πάνου Σκουρολιάκου*

Ήταν ένα παιδί που στα οχτώ του χρόνια έπαιζε κλαρινέτο στην μπάντα της γενέτειράς του, στη Λεμεσό, ο Μάριος Τόκας. Είχε παραδώσει στον κόσμο της μουσικής την ύπαρξή του ολόκληρη. Αγαπούσε την Κύπρο παράφορα και λάτρευε τη δημοτική της μουσική παράδοση. Η γενιά του, έλεγε, ήταν η τελευταία που είχε ακούσματα από γάμους και γλέντια με αυτήν τη μουσική. Η γενιά του ήταν η τελευταία που γνώρισε την πατρίδα της ενιαία και αδιαίρετη.

Η εισβολή του ’74 τον βρήκε να υπηρετεί τη θητεία του. Πολέμησε τριάντα επτά μήνες. Όσοι έχουν γευτεί την τρυφερότητά της μουσικής του, συλλογίζονται πως μόνο ένας δημιουργός που έχει καταβάλει επώδυνα λύτρα ελευθερίας μπορεί να υμνήσει τόσο υπέροχα τη ζωή, την αγάπη, τον έρωτα. Τα τραγούδια του ήταν κοσμαγάπητα. Θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «σουξέ». Ήταν όμως αποτέλεσμα μακράς καλλιτεχνικής διαδικασίας, αλλά και επιλογής. Ο ίδιος έλεγε πως θα ήθελε τα τραγούδια του να προχωρούν στον δρόμο πριν από αυτόν. Δεν ήθελε να είναι ο δημιουργός που σέρνει πίσω του τα δημιουργήματά του.

Ο Μάριος Τόκας ήταν εσωστρεφής. Όπως και πολλοί της γενιάς του που ο πόλεμος τους βρήκε στην πρώτη νιότη τους. Τότε που συνομήλικοί τους αλλού σπούδαζαν διασκέδαζαν, ετοίμαζαν το μέλλον τους. Η εισβολή τούς έκοψε τη ζωή στα δύο. Κυριολεκτικά.

Στα δώδεκα χρόνια του αποφασίζει να γίνει συνθέτης. Τον παρασύρει ο ολύμπιος Μίκης Θεοδωράκης σε συναυλία το ’66 στη Μεγαλόνησο. Το «Μαουτχάουζεν», η «Ρωμιοσύνη» και τα λαϊκά του Μίκη, του ανοίγουν νέους κόσμους. Στα δεκάξι του, γράφει τα πρώτα του τραγούδια σε ποίηση Τεύκρου Ανθία, Γεφτουσένκο και άλλων. Είναι η εποχή που η σπουδαία ποίηση τροφοδοτούσε την καθημερινότητα των ανθρώπων με υλικό εξαίσιο. Και ο Μάριος Τόκας ήταν ενταγμένος στη συνωμοσία του φωτεινού μέλλοντος, με όπλο την τέχνη του. Αγαπούσε την ποίηση. Οι σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έδωσαν στον φοιτητή Μάριο Τόκα, που δραστηριοποιείτο στην Προοδευτική Ένωση Κυπρίων Φοιτητών, εκτός των άλλων και το προσόν να διακρίνει στοιχεία ακριβά στους στίχους των κατοπινών συνεργατών του. Δεν πετάς εύκολα στιχάκια από τα τραγούδια του. Όχι μόνο γιατί είναι σπουδαία, αλλά γιατί και ο ίδιος τα έχει αναδείξει με τη μουσική του ως μοναδικά!

Μας παρέδωσε τραγούδια που άντεξαν και έγιναν πλέον διαχρονικά. Η τοποθέτησή του ιδεολογικά στην πλευρά των οραμάτων για κοινωνική δικαιοσύνη μπόλιασε το έργο του για την Κύπρο του, ως ένα έργο διαμαρτυρίας για τον τρόπο που την αντιμετώπισαν εχθροί και «φίλοι». Κορυφαίο το τραγούδι του, σε στίχους της Τουρκοκύπριας ποιήτριας Νεσιέ Γιασίν, «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δύο».

Ήταν ερωτευμένος με την πατρίδα του. Και όταν το 2004 ο τότε Πρόεδρος της Κύπρου Τ. Παπαδόπουλος τον κάλεσε στο τηλέφωνο, εν μέσω διαβουλεύσεων για το σχέδιο Ανάν, για να βολιδοσκοπήσει αν θα ήταν διατεθειμένος να γράψει τον Εθνικό Ύμνο μιας ενδεχόμενης νέας κρατικής οντότητας, απάντησε, χωρίς πολλή σκέψη, αρνητικά.

Λιγότερο γνωστό, ίσως, αλλά μεγάλο σε σπουδαιότητα, είναι το συμφωνικό έργο του «Θεογεννήτωρ Μαρία», σε στίχους του μοναχού Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη. Σε κάποιο ταξίδι του στο Όρος, ο Μάριος βρήκε ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού που τον φιλοξενούσε. Οι ύμνοι προς την Παναγία του Αθωνίτη μοναχού τράβηξαν το ενδιαφέρον του και τον ενέπνευσαν ώστε να γυρίσει πίσω στην παραδοσιακή μουσική του νησιού του, να πιάσει το κουβάρι της βυζαντινής μουσικής και να ανακαλύψει μελωδίες κρυμμένες πίσω από τους στίχους. Μας παραδίδει ένα έργο αισιόδοξο, με πίστη στον άνθρωπο και γεμάτο από τη χαρά της ζωής. Ανακαλύπτει κανείς ένα «Θεοτόκε πρέσβευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών» χαρούμενο και ταυτόχρονα σπουδαίο σε πνευματική διάσταση.

Ο Μάριος Τόκας, όταν ήθελε να αλλάξει παραστάσεις και να κατασιγάσει τον οίστρο του, ζωγράφιζε. Σε ξύλα, πέτρες, διάφορες επιφάνειες. Ήταν η δική του, απόλυτα προσωπική καλλιτεχνική εκτόνωση. Φεύγοντας απρογραμμάτιστα και βιαστικά το Πάσχα του 2008, πήρε μαζί του χίλια μύρια τραγούδια και καλούδια.

Για όλους όσοι επικοινωνούν με τις εξαίσιες μουσικές του, ο Μάριος θα είναι πάντα εδώ. Θα συνθέτει, και θα ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν δεν κυκλοφορούν καινούρια τραγούδια του. Και τα παλιά του, όταν τα ακούς, αισθάνεσαι τη δύναμη και την ομορφιά του νέου. Γιατί και όταν για πρώτη φορά τα άκουσες, είχες την αίσθηση πως τα ξέρεις από παλιά. Τόσο σπουδαία υλικά απ’ τις ανθρώπινες ψυχές χρησιμοποιούσε. Σαν να ανεμίζει από μακριά ένα μαντήλι άσπρο μοιάζει η απουσία του. Όπως το ομώνυμο τραγούδι του, ή όπως η αθωότητα του μικρού κλαρινετίστα στη Λεμεσό, που ήθελε όταν μεγαλώσει να γράψει τραγούδια, πολλά τραγούδια…

 Δημοσιεύθηκε το Σάββατο 4-10-2014 στην εφημερίδα “Η ΑΥΓΗ”